καταμαυρίζω

καταμαυρίζω
καταμαύρισα, καταμαυρίστηκα, καταμαυρισμένος
1. κάνω κάτι μαύρο: Τον καταμαύρισαν στο ξύλο.
2. γίνομαι μαύρος: Καταμαύρισε το πόδι μου από το χτύπημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταμαυρίζω — [κατάμαυρος] 1. καθιστώ κάτι εντελώς μαύρο, βάφω κάτι κατάμαυρο 2. (αμτβ.) γίνομαι κατάμαυρος 3. φρ. α) «τόν καταμαύρισαν στις εκλογές» τόν καταψήφισαν, συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό αρνητικών ψήφων β) «καταμαυρίζω την καρδιά κάποιου» προξενώ σε… …   Dictionary of Greek

  • εκμελαίνω — ἐκμελαίνω (Α) καταμαυρίζω …   Dictionary of Greek

  • καταμαυρώ — καταμαυρῶ, όω (Μ) κάνω κάτι τελείως μαύρο, καταμαυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμαυρῶ] …   Dictionary of Greek

  • καταμελαίνω — (AM) μσν. κάνω κάτι εντελώς μαύρο, καταμαυρίζω αρχ. λυπούμαι, θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελαίνω «μαυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”